- σκιόπρυμνον
- σκῐό-πρυμνον, τό,A tent or awning on the stern, PSI5.533.19 (iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκιόπρυμνον — τὸ, Α σκηνή, τέντα στην πρύμνη πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + πρύμνη] … Dictionary of Greek